γκάζι

γκάζι
και γκαζ το
1. το αεριόφως, το φωταέριο
2. το εργοστάσιο παρασκευής φωταερίου
3. περιοχή πορνείων κοντά στο εργοστάσιο παρασκευής φωταερίου τής Αθήνας
4. φρ. «γυναίκα τού γκαζιού» — πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gaz].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γκάζι — το (λ. γαλλ.) 1. το φωταέριο. 2. το πετρέλαιο. 3. πεντάλ του αυτοκινήτου με το πάτημα του οποίου αναπτύσσεται ταχύτητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Athens — This article is about the capital of Greece. For other uses, see Athens (disambiguation). Athens Αθήνα Athīna …   Wikipedia

  • Next Greek legislative election — Greek legislative election, 2012 2009 ← 2012 → 2016 …   Wikipedia

  • Gazi (Athen) — Technopolis in Gazi Metrostation in Gazi Gazi ( …   Deutsch Wikipedia

  • Гази (район Афин) — Афинский технополис, Гази Гази (греч. Γκάζι …   Википедия

  • αεριόφως — ( ωτος), το 1. το φως που παράγεται από το φωταέριο 2. το ίδιο το φωταέριο (αλλ. γκάζι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + φως απόδοση στα Ελληνικά ξέν. όρου, πρβλ. αγγλ. gaslight] …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… …   Dictionary of Greek

  • μαρσάρω — (σχετικά με αυτοκίνητο) πατώ απότομα και επίμονα γκάζι, τρέχω με μεγάλη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. march er «προχωρώ, βαδίζω» + κατάλ. άρω (πρβλ. καμουφλάρω, σκορ άρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”